- αποκλείω
- (AM ἀποκλείω, Α αττ. τ. ἀποκλῄω, ιων. τ. -κληίω)1. περιορίζω κάποιον σε καθορισμένο χώρο, απομονώνω2. κλείνω έξω, εμποδίζω κάποιον να μπει3. περιορίζω κάποιον, δεν του επιτρέπω να κάνει κάτι4. αρνούμαι, απαγορεύω, απορρίπτω5. (για πόλη ή κατοίκους) πολιορκώνεοελλ.1. απορρίπτω αίτηση κάποιου να μετάσχει σε αγώνα, διαγωνισμό κ.λπ.2. φρ. αποκλείεταιδεν είναι δυνατόν, αυτό δεν γίνεταιαρχ.-μσν.κλείνω, αποφράσσω(μσν., -ομαι) απομονώνομαιαρχ.1. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, σε αμηχανία2. φυλακίζω3. (-ομαι) α) απαγορεύω6) απέχω από κάτιγ) ορίζομαι, περιλαμβάνομαι μέσα σε όρια.
Dictionary of Greek. 2013.